δέκτης

δέκτης
I
(Ανατ.). Νευρικό κύτταρο που αντιδρά σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, παράγοντας νευρικά ερεθίσματα. Δ. αποκαλείται και μία περιοχή στην επιφάνεια ενός κυττάρου, στην οποία πρέπει να συνδεθεί μία χημική ουσία του σώματος για να εκδηλωθεί το ειδικό της αποτέλεσμα.
II
(Τεχνολ.). Συσκευή ή διάταξη κατάλληλη για τη λήψη σημάτων που εκπέμπονται από μία πηγή.
δ. υπερανάδρασης. Τύπος ραδιοδέκτη στον οποίο οι ταλαντώσεις του φωρατή που χρησιμοποιεί διακόπτονται περιοδικά σε μία συχνότητα που εξαρτάται από τη συχνότητα εισόδου. Με αυτό τον δ. επιτυγχάνεται μεγάλη ενίσχυση, αλλά η ικανότητα επιλογής (δηλαδή η ικανότητά να ξεχωρίσει σήματα με διαφορετικές συχνότητες από αυτή στην οποία έχει συντονιστεί) είναι μικρή σε σχέση με τον υπερετερόδυνο δ. Ο δ. υπερανάδρασης χρησιμοποιείται για τη λήψη υπερβραχέων συχνοτήτων.
ηλεκτρακουστικός δ. Ηλεκτρακουστικός μετατροπέας με τον οποίο μετατρέπονται τα ηλεκτρικά κύματα σε ακουστικά.
ραδιοφωνικός δ. Συσκευή που μετατρέπει τα ραδιοκύματα σε ακουστικά κύματα. Ένας απλός ραδιοδέκτης αποτελείται από κεραία λήψης, συντονιστή για τον συντονισμό στην επιθυμητή φέρουσα συχνότητα, προενισχυτή, φωρατή, κύκλωμα ενίσχυσης ακουστικών συχνοτήτων και μεγάφωνο.
υπερετερόδυνος δ. Ο πιο διαδεδομένος τύπος ραδιοδέκτη, που χρησιμοποιείται σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα για τη λήψη μακρών, μεσαίων και βραχέων κυμάτων.
* * *
ο (Α δέκτης) [δέχομαι]
νεοελλ.
1. τηλεγραφικό ή τηλεφωνικό μηχάνημα για τη λήψη τηλεγραφημάτων ή τηλεφωνημάτων
2. το σύνολο τών οργάνων με τα οποία επιτυγχάνεται η λήψη τών ραδιοτηλεγραφημάτων και ραδιοτηλεφωνημάτων ή εικόνων
3. ναυτ. ηλεκτρικό όργανο που συγκεντρώνει στοιχεία χρήσιμα στη διεύθυνση τής βολής
αρχ.
ο ζητιάνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δέκτης — receiver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκτης — ο 1. αυτός ο οποίος δέχεται κάτι που του στέλνουν, αποδέκτης, παραλήπτης. 2. ειδική συσκευή η οποία δέχεται ό,τι στέλνει ο πομπός, δηλ. τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα κτλ.: Δέκτης τηλεόρασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκτῆς — δεκτός to be received fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτῶν — δέκτης receiver masc gen pl δεκτός to be received fem gen pl δεκτός to be received masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκτη — δέκτης receiver masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκτην — δέκτης receiver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκτῃ — δέκτης receiver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”